caille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
caille | cailles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caille (fr) θηλυκό
Ρηματική έκφραση[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- il fait frais
ενικός | πληθυντικός |
caille | cailles |
caille (fr) θηλυκό