cambista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
cambista (pt) < από το câmbio - + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cambista | cambistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cambista (pt)
- ο μαυραγορίτης (συνήθως για εισητήρια σε εκδηλώσεις)