cancéropôle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cancéropôle | cancéropôles |
cancéropôle (fr) αρσενικό
- κέντρο εκπαίδευσης, ερευνών και θεραπείας του καρκίνου