capital control
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
capital control (en)
- (οικονομία) κεφαλαιακός περιορισμός, κεφαλαικός έλεγχος, περιορισμός ροής/μετακίνησης κεφαλαίου (κυρίως στην εξαγωγή του)