carburateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carburateur | carburateurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carburateur (fr) αρσενικό
- το καρμπιρατέρ
ενικός | πληθυντικός |
carburateur | carburateurs |
carburateur (fr) αρσενικό