carosserie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
carosserie carosseries

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

carosserie (fr) θηλυκό

→ δείτε τη λέξη  carrosserie