carrelet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carrelet | carrelets |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carrelet (fr) αρσενικό
- (ψάρι) ο πλευρονήκτης, το πησσί
ενικός | πληθυντικός |
carrelet | carrelets |
carrelet (fr) αρσενικό