carton
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
carton | cartons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carton (en)
- το χαρτοκιβώτιο
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
carton (fr) αρσενικό
- το χαρτόνι