case in point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
case in point (en)
- (ιδιωματισμός) η συγκεκριμένη περίπτωση, χαρακτηριστικό παράδειγμα του προβλήματος, της κατάστασης κτλ. που συζητείται
- ↪ the case in point - η συγκεκριμένη περίπτωση