casing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkeɪsɪŋ/

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

casing (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
casing casings

casing (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • casing στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια