casque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
casque casques

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

casque (fr) αρσενικό

  1. το κράνος
  2. η κάσκα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • casque bleu (συνήθως στον πληθυντικό)