cataclysmique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ta.klis.mik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cataclysmique | cataclysmiques |
cataclysmique (fr) αρσενικό ή θηλυκό