catalytique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | catalytique | catalytiques |
θηλυκό | catalytiquee | catalytiquees |
Επίθετο[επεξεργασία]
catalytique (fr) αρσενικό ή θηλυκό