cegła
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cegła (pl) θηλυκό
- το τούβλο (οικοδομικό υλικό)
- (μεταφορικά) μεγάλο, βαρύ και ανιαρό βιβλίο