cellulaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cellulaire < cellule
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cellulaire | cellulaires |
cellulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
cellulaire | cellulaires |
cellulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό