chétivité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
chétivité chétivités

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

chétivité (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]