changelog
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈtʃeɪndʒˌlɒɡ/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
changelog | changelogs |
changelog (en)
- (πληροφορική) αρχείο όπου καταχωρούνται οι μεταβολές του πηγαίου κώδικα (source code)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- changelog στην αγγλική Βικιπαίδεια