cheat on

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας cheat on
γ΄ ενικό ενεστώτα cheats on
αόριστος cheated on
παθητική μετοχή cheated on
ενεργητική μετοχή cheating on

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cheat on < → δείτε τις λέξεις cheat και on

Ρήμα[επεξεργασία]

cheat on (en)

  • (αμετάβατο) απατώ, κερατώνω, έχω μια μυστική σεξουαλική σχέση με κάποιον άλλο
    Have you ever cheated on me?
    Μ' έχεις απατήσει ποτέ;
    His wife cheated on him.
    Τον απάτησε/κεράτωσε η γυναίκα του.
    It looks like Mary cheated on Paul.
    Σαν να τον απατάει η Μαίρη τον Παύλο.

Πηγές[επεξεργασία]