ĉefo
(Ανακατεύθυνση από chefo)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefo | ĉefoj |
αιτιατική | ĉefon | ĉefojn |
ĉefo (eo)
- ο αρχηγός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ĉefo | ĉefoj |
αιτιατική | ĉefon | ĉefojn |
ĉefo (eo)