chemin de fer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʃ(ə)mɛ̃ d(ə) fɛʁ/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chemin de fer | chemins de fer |
chemin de fer (fr) αρσενικό