child-free
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /t͡ʃaɪldˈfɹiː/
Επίθετο[επεξεργασία]
child-free (en)
- που έχει αποφασίσει ότι δεν θα έχει παιδιά, που μένει άτεκνος από επιλογή
- (κυριολεκτικά) μέρος, τόπος, συνθήκες κ.λπ., χωρίς παιδιά
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- voluntary childlessness στην αγγλική Βικιπαίδεια