chili
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chili < (άμεσο δάνειο) ισπανική chile < κλασική νάουατλ chilli
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chili (it)
- (λαχανικό) το τσίλι (είδος πιπεριάς)
- (γαστρονομία) η σάλτσα τσίλι
Ίντο (io)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
chili (io)
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chili (it)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
chili (it)
- πληθυντικός αριθμός του chilo (λίρα)
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ισπανικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ισπανικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα κλασικά νάουατλ (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Λαχανικά (αγγλικά)
- Φυτά (αγγλικά)
- Γαστρονομία (αγγλικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ίντο)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Λαχανικά (ιταλικά)
- Φυτά (ιταλικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (ιταλικά)