chiocciola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chiocciola < λατινική cochlea < αρχαία ελληνική κοχλίας
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chiocciola (it) θηλυκό
- (ζωολογία) σαλιγκάρι
- (τυπογραφία, πληροφορική) το σύμβολο «@», το «παπάκι»