chorologie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
chorologie | chorologies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chorologie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
chorologie | chorologies |
chorologie (fr) θηλυκό