cloisonnage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cloisonnage | cloisonnages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cloisonnage (fr) αρσενικό
- η τοποθέτηση διαχωριστικών τοιχωμάτων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη cloison