collusoire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- collusoire < collusion
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
collusoire | collusoires |
collusoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που γίνεται εκ συμπαιγνίας