combatif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | combatif | combatifs |
θηλυκό | combative | combatives |
Επίθετο[επεξεργασία]
combatif (fr)
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- combattif (ορθογραφία του 1990)