compression
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compression (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
compression | compressions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
compression (fr) θηλυκό