computo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Λατινικά (la)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

computo < (con-) com- + puto (καθαρίζω, εξαγνίζω)

Ρήμα[επεξεργασία]

computo [ŭ] (computō1, computāvī, computātum, computāre)

Κλίση[επεξεργασία]

Απόγονοι[επεξεργασία]

computo (λατινικά)

γαλλικά: computer
αγγλικά: compute

επίσης δείτε κομπιούτερ

Πηγές[επεξεργασία]