concentrated

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός concentrated
συγκριτικός more concentrated
υπερθετικός most concentrated

Επίθετο[επεξεργασία]

concentrated (en)

  • συμπυκνωμένος, για κάτι ρευστό που το υγρό του έχει μειωθεί ώστε να είναι πιο πυκνό
    concentrated fruit juice - συμπυκνωμένος χυμός φρούτων

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

concentrated (en)

Πηγές[επεξεργασία]