concentrated
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | concentrated |
συγκριτικός | more concentrated |
υπερθετικός | most concentrated |
Επίθετο[επεξεργασία]
concentrated (en)
- συμπυκνωμένος, για κάτι ρευστό που το υγρό του έχει μειωθεί ώστε να είναι πιο πυκνό
- ↪ concentrated fruit juice - συμπυκνωμένος χυμός φρούτων
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
concentrated (en)