concert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɑn.sə(ɹ)t/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

concert (en)

  1. συντονισμός ενεργειών και σχεδίων
  2. συναυλία, κονσέρτο
    a rock concert

Ρήμα[επεξεργασία]

concert (en)

  1. σχεδιάζω και ενεργώ συντονισμένα από κοινού, ενορχηστρώνω προσπάθειες/ενέργειες



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
concert concerts

concert (fr) αρσενικό

  1. η συναυλία, το κονσέρτο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • de concert - από κοινού