concurrence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concurrence (en)
- σύμπτωση γεγονότων, συντυχία, ταυτόχρονη εμφάνιση γεγονότων
- The concurrence of schizophrenia and Gaucher's disease in the same family is an unusual phenomenon (Annals of general Psychiatry
- σύμπτωση απόψεων
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- concurrence < concurrent
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
concurrence (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) η συνάντηση
- ο ανταγωνισμός, o συναγωνισμός