condenser

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

condenser < λατινική condenso

Ρήμα[επεξεργασία]

condenser (fr)

  1. συμπυκνώνω
    condenser du lait - συμπυκνώνω γάλα
  2. συμπιέζω
    condenser un gaz - συμπιέζω ένα αέριο
  3. (μεταφορικά) συμπτύσσω
    condenser un texte - συμπτύσσω ένα κείμενο

Συγγενικά[επεξεργασία]