condenser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
condenser (fr)
- συμπυκνώνω
- condenser du lait - συμπυκνώνω γάλα
- συμπιέζω
- condenser un gaz - συμπιέζω ένα αέριο
- (μεταφορικά) συμπτύσσω
- condenser un texte - συμπτύσσω ένα κείμενο