congregation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
congregation congregations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

congregation (en) (μετρήσιμο)

  • το πλήρωμα, μια ομάδα ανθρώπων που πηγαίνουν τακτικά σε μια συγκεκριμένη εκκλησία

Πηγές[επεξεργασία]