congregation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
congregation | congregations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- το πλήρωμα, μια ομάδα ανθρώπων που πηγαίνουν τακτικά σε μια συγκεκριμένη εκκλησία
Πηγές[επεξεργασία]
- congregation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 714. ISBN 9780194325684., λήμμα: πλήρωμα