conseilleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conseilleur | conseilleurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
conseilleur (fr) αρσενικό
- αυτός που έχει μανία να δίνει συμβουλές
ενικός | πληθυντικός |
conseilleur | conseilleurs |
conseilleur (fr) αρσενικό