continental
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
continental (en)
- ηπειρωτικός
- που αναφέρεται στην ηπειρωτική Ευρώπη σε αντίθεση με την Αγγλία
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | continental | continentaux |
θηλυκό | continentale | continentales |
Επίθετο[επεξεργασία]
continental (fr)