contingenter
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
contingenter (fr)
- ελαττώνω τις εισαγωγές, την παραγωγή, κ.α. με τη χρήση γραφειοκρατικών περιορισμών
- (κατ’ επέκταση) επιβραδύνω, φρενάρω