contingenter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

contingenter (fr)

  1. ελαττώνω τις εισαγωγές, την παραγωγή, κ.α. με τη χρήση γραφειοκρατικών περιορισμών
  2. (κατ’ επέκταση) επιβραδύνω, φρενάρω