contour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contour (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
contour | contours |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
contour (fr) αρσενικό
- το περίγραμμα