contré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contré | contrés |
θηλυκό | contrée | contrées |
contré (fr)
- → δείτε τη λέξη contrer
Δείτε επίσης : contre, contre- |
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | contré | contrés |
θηλυκό | contrée | contrées |
contré (fr)