cook up
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cook up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cooks up |
αόριστος | cooked up |
παθητική μετοχή | cooked up |
ενεργητική μετοχή | cooking up |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cook up (en)
- μαγειρεύω
- (μεταφορικά) μαγειρεύω, παραποιώ, ετοιμάζω κάτι δόλια