coquetterie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
coquetterie | coquetteries |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
coquetterie (fr) θηλυκό
- η κοκεταρία, η ωραιοπάθεια, η φιλαρέσκεια
ενικός | πληθυντικός |
coquetterie | coquetteries |
coquetterie (fr) θηλυκό