cosign
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cosign |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cosigns |
αόριστος | cosigned |
παθητική μετοχή | cosigned |
ενεργητική μετοχή | cosigning |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cosign (en)
- προσυπογράφω, υπογράφω από κοινού με άλλον
- ↪ The bill must be cosigned by the minister.
- Το νομοσχέδιο πρέπει να προσυπογραφεί από τον υπουργό.
- ≈ συνώνυμα: countersign
- ↪ The bill must be cosigned by the minister.
- (μεταφορικά) εγκρίνω, επιδοκιμάζω, προσυπογράφω, δίνω την έγκρισή μου σε κάτι