cosmetico
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cosmetico | cosmetici |
θηλυκό | cosmetica | cosmetice |
cosmetico (it)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cosmetico | cosmetici |
cosmetico (it)
- καλλυντικό , το προϊόν