crépissage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crépissage | crépissages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
crépissage (fr) αρσενικό
- to σοβάτισμα, το σοβάντισμα
ενικός | πληθυντικός |
crépissage | crépissages |
crépissage (fr) αρσενικό