cry out
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | cry out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cries out |
αόριστος | cried out |
παθητική μετοχή | cried out |
ενεργητική μετοχή | crying out |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
cry out (en)