culotter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ky.lɔ.te/

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. culotter < culotte
  2. culotter < culot

Ρήμα[επεξεργασία]

culotter (fr)

  1. βάζω/φορώ βρακί (σε κάποιον), βρακώνω
     αντώνυμα: déculotter

Ρήμα[επεξεργασία]

culotter (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]