cylindrée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cylindrée < cylindre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cylindrée | cylindrées |
cylindrée (fr) θηλυκό
- ο κυβισμός του κινητήρα ενός αυτοκινήτου