czasami
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
czasami (pl)
- κατά διαστήματα, μερικές φορές
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
czasami (pl)
- czas στην οργανική του πληθυντικού