οργανική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

οργανική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου οργανικός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

οργανική θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

οργανική