αντικείμενο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντικείμενο τα αντικείμενα
      γενική του αντικειμένου
αντικείμενου
των αντικειμένων
    αιτιατική το αντικείμενο τα αντικείμενα
     κλητική αντικείμενο αντικείμενα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντικείμενο < αρχαία ελληνική ἀντικείμενον, ουδέτερο της μετοχής του ρήματος ἀντίκειμαι < ἀντί + κεῖμαι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /an.diˈci.me.no/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντικείμενο ουδέτερο

  1. καθετί που μπορεί να υποπέσει στις αισθήσεις μας, κυρίως στην όραση και την ακοή, καθετί που ανήκει στον εξωτερικό κόσμο
  2. (γραμματική) μέρος του λόγου που λειτουργεί ως αποδέκτης της ενέργειας του ρήματος
    στη φράση "έδωσα το γάλα στη μαμά μου" το "γάλα" είναι άμεσο και η "μαμά" είναι έμμεσο αντικείμενο της πρότασης
  3. (φυσική) το σημείο ή τα σημεία από τα οποία προέρχεται το φως ειδώλου
  4. (πληροφορική) object: μία αυτοτελής οντότητα, που έχει ορισθεί εκ των προτέρων ή δημιουργείται κατά τη διάρκεια εκτέλεσης ενός προγράμματος (πχ. δομή δεδομένων, συνάρτηση, κλάση, αντικείμενο κλάσης, κλπ.)
  5. (αντικειμενοστρεφής προγραμματισμός) τύπος δεδομένων που περιέχει ταυτόχρονα δεδομένα (ιδιότητες) και υποπρογράμματα (μέθοδοι) και δημιουργείται από το πρότυπο μιας κλάσης με την εκτέλεση του κώδικα της μεθόδου κατασκευής[1]
     συνώνυμα: στιγμιότυπο κλάσης, αντικείμενο κλάσης
  6. (Ορολογία) καθετί αντιληπτό με τις αισθήσεις ή συλληπτό με τον νου κάποια στιγμή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Διομήδης Σπινέλλης, Προγραμματισμός με αντικείμενα, Τμήμα Διοικητικής Επιστήμης και Τεχνολογίας Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Προσπέλαση 26/10/2019